- ξερακιανός
- και ξεραγκιανός και ξηραγκιανός, -ή, -ό(για πρόσ.) πολύ ψηλός και λιγνός, λιπόσαρκος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξέρακας + κατάλ. -ιανός (πρβλ. παρακατ-ιανός). Ο τ. ξηραγκιανός κατ' επίδραση τού ξηρός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξερακιανός — ή, ό ο λεπτός, ο αδύνατος, ο χωρίς περιττά λίπη άνθρωπος, αλλ. λιπόσαρκος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξεραγκιανός — ή, ο βλ. ξερακιανός … Dictionary of Greek
ξηραγκιανός — ή, ό βλ. ξερακιανός … Dictionary of Greek
σαρακοστιανός — και σαρακοστινός, ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην σαρακοστή, νηστήσιμος 2. (κατ επέκτ.) κάθε είδος τροφής που δεν έχει ζωική προέλευση και τρώγεται κατά την περίοδο τής νηστείας 3. μτφ. άνθρωπος υπερβολικά αδύνατος, κοκαλιάρης,… … Dictionary of Greek